Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-πο-χαι-ρε-τά-ω
Μορφολογία
αποχαιρετάω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποχαιρετίζω & αποχαιρετώ & αποχαιρετάω προφ. | αποχαιρετάμε & αποχαιρετίζουμε & αποχαιρετούμε & αποχαιρετίζομε διαλ. |
Β | αποχαιρετάς & αποχαιρετίζεις | αποχαιρετάτε & αποχαιρετίζετε |
Γ | αποχαιρετά & αποχαιρετίζει & αποχαιρετάει προφ. | αποχαιρετίζουν & αποχαιρετούν & αποχαιρετάν προφ. & αποχαιρετάνε προφ. & αποχαιρετίζουνε προφ. & αποχαιρετούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποχαιρέτιζε & αποχαιρέτα προφ. & αποχαιρέταγε προφ. | αποχαιρετάτε & αποχαιρετίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αποχαιρετίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποχαιρέτησα & αποχαιρέτισα | αποχαιρετήσαμε & αποχαιρετίσαμε |
Β | αποχαιρέτησες & αποχαιρέτισες | αποχαιρετήσατε & αποχαιρετίσατε |
Γ | αποχαιρέτησε & αποχαιρέτισε | αποχαιρέτησαν & αποχαιρέτισαν & αποχαιρετήσαν προφ. & αποχαιρετήσανε προφ. & αποχαιρετίσαν προφ. & αποχαιρετίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποχαιρετήσω & αποχαιρετίσω | αποχαιρετήσουμε & αποχαιρετίσουμε & αποχαιρετήσομε διαλ. & αποχαιρετίσομε διαλ. |
Β | αποχαιρετήσεις & αποχαιρετίσεις | αποχαιρετήσετε & αποχαιρετίσετε |
Γ | αποχαιρετήσει & αποχαιρετίσει | αποχαιρετήσουν & αποχαιρετίσουν & αποχαιρετήσουνε προφ. & αποχαιρετίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποχαιρέτησε & αποχαιρέτισε & αποχαιρέτα προφ. | αποχαιρετήσετε & αποχαιρετήστε & αποχαιρετίσετε & αποχαιρετίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποχαιρετήσει & αποχαιρετίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποχαιρέτιζα & αποχαιρετούσα & αποχαιρέταγα προφ. | αποχαιρετίζαμε & αποχαιρετούσαμε & αποχαιρετάγαμε προφ. |
Β | αποχαιρέτιζες & αποχαιρετούσες & αποχαιρέταγες προφ. | αποχαιρετίζατε & αποχαιρετούσατε & αποχαιρετάγατε προφ. |
Γ | αποχαιρέτιζε & αποχαιρετούσε & αποχαιρέταγε προφ. | αποχαιρέτιζαν & αποχαιρετούσαν & αποχαιρέταγαν προφ. & αποχαιρετάγαν προφ. & αποχαιρετάγανε προφ. & αποχαιρετίζαν προφ. & αποχαιρετίζανε προφ. & αποχαιρετούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποχαιρετίζομαι & αποχαιρετιέμαι | αποχαιρετιζόμαστε & αποχαιρετιόμαστε |
Β | αποχαιρετίζεσαι & αποχαιρετιέσαι | αποχαιρετίζεστε & αποχαιρετιέστε & αποχαιρετιζόσαστε προφ. & αποχαιρετιόσαστε προφ. |
Γ | αποχαιρετίζεται & αποχαιρετιέται | αποχαιρετίζονται & αποχαιρετιούνται & αποχαιρετιόνται προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | αποχαιρετίζεστε & αποχαιρετιέστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αποχαιρετιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποχαιρετήθηκα & αποχαιρετίστηκα | αποχαιρετηθήκαμε & αποχαιρετιστήκαμε |
Β | αποχαιρετήθηκες & αποχαιρετίστηκες | αποχαιρετηθήκατε & αποχαιρετιστήκατε |
Γ | αποχαιρετήθηκε & αποχαιρετίστηκε | αποχαιρετήθηκαν & αποχαιρετίστηκαν & αποχαιρετηθήκαν προφ. & αποχαιρετηθήκανε προφ. & αποχαιρετιστήκαν προφ. & αποχαιρετιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποχαιρετηθώ & αποχαιρετιστώ | αποχαιρετηθούμε & αποχαιρετιστούμε |
Β | αποχαιρετηθείς & αποχαιρετιστείς | αποχαιρετηθείτε & αποχαιρετιστείτε |
Γ | αποχαιρετηθεί & αποχαιρετιστεί | αποχαιρετηθούν & αποχαιρετιστούν & αποχαιρετηθούνε προφ. & αποχαιρετιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποχαιρετήσου & αποχαιρετίσου | αποχαιρετηθείτε & αποχαιρετιστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποχαιρετηθεί & αποχαιρετιστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποχαιρετιζόμουν & αποχαιρετιόμουν & αποχαιρετιζόμουνα προφ. & αποχαιρετιόμουνα προφ. | αποχαιρετιζόμασταν & αποχαιρετιζόμαστε & αποχαιρετιόμασταν & αποχαιρετιόμαστε |
Β | αποχαιρετιζόσουν & αποχαιρετιόσουν & αποχαιρετιζόσουνα προφ. & αποχαιρετιόσουνα προφ. | αποχαιρετιζόσασταν & αποχαιρετιόσασταν & αποχαιρετιζόσαστε προφ. & αποχαιρετιόσαστε προφ. |
Γ | αποχαιρετιζόταν & αποχαιρετιόταν & αποχαιρετιζότανε προφ. & αποχαιρετιότανε προφ. | αποχαιρετίζονταν & αποχαιρετιούνταν & αποχαιρετιόνταν & αποχαιρετιζόντανε προφ. & αποχαιρετιζόντουσαν προφ. & αποχαιρετιόντανε προφ. & αποχαιρετιόντουσαν προφ. |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
αποχαιρετάω ρήμ.
- Σ: χαιρετάω: Τον αποχαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια.
- Σ: εγκαταλείπω1, αφήνω γεια1: Μετά την ήττα, η ομάδα αποχαιρέτησε κάθε ελπίδα να πάρει το πρωτάθλημα.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.