Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-πο-φα-σι-σμέ-νος
Μορφολογία
αποφασίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποφασίζω | αποφασίζουμε & αποφασίζομε διαλ. |
Β | αποφασίζεις | αποφασίζετε |
Γ | αποφασίζει | αποφασίζουν & αποφασίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποφάσιζε | αποφασίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αποφασίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποφάσισα | αποφασίσαμε |
Β | αποφάσισες | αποφασίσατε |
Γ | αποφάσισε | αποφάσισαν & αποφασίσαν προφ. & αποφασίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποφασίσω | αποφασίσουμε & αποφασίσομε διαλ. |
Β | αποφασίσεις | αποφασίσετε |
Γ | αποφασίσει | αποφασίσουν & αποφασίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποφάσισε | αποφασίσετε & αποφασίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποφασίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποφάσιζα | αποφασίζαμε |
Β | αποφάσιζες | αποφασίζατε |
Γ | αποφάσιζε | αποφάσιζαν & αποφασίζαν προφ. & αποφασίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποφασίζομαι | αποφασιζόμαστε |
Β | αποφασίζεσαι | αποφασίζεστε & αποφασιζόσαστε προφ. |
Γ | αποφασίζεται | αποφασίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | αποφασίζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αποφασιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποφασίστηκα & αποφασίσθηκα λόγ. | αποφασιστήκαμε & αποφασισθήκαμε λόγ. |
Β | αποφασίστηκες & αποφασίσθηκες λόγ. | αποφασιστήκατε & αποφασισθήκατε λόγ. |
Γ | αποφασίστηκε & αποφασίσθηκε λόγ. | αποφασίστηκαν & αποφασίσθηκαν λόγ. & αποφασιστήκαν προφ. & αποφασιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποφασιστώ & αποφασισθώ λόγ. | αποφασιστούμε & αποφασισθούμε λόγ. |
Β | αποφασιστείς & αποφασισθείς λόγ. | αποφασιστείτε & αποφασισθείτε λόγ. |
Γ | αποφασιστεί & αποφασισθεί λόγ. | αποφασιστούν & αποφασισθούν λόγ. & αποφασισθούνε λόγ. & αποφασιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποφασίσου | αποφασιστείτε & αποφασισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποφασιστεί & αποφασισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποφασιζόμουν & αποφασιζόμουνα προφ. | αποφασιζόμασταν & αποφασιζόμαστε |
Β | αποφασιζόσουν & αποφασιζόσουνα προφ. | αποφασιζόσασταν & αποφασιζόσαστε προφ. |
Γ | αποφασιζόταν & αποφασιζότανε προφ. | αποφασίζονταν & αποφασιζόντανε προφ. & αποφασιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | αποφασισμένος |
αποφασισμένος μτχ. παθ. παρακ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | αποφασισμένος | οι | αποφασισμένοι |
Γενική | του | αποφασισμένου | των | αποφασισμένων |
Αιτιατική | τον | αποφασισμένο | τους | αποφασισμένους |
Κλητική | | αποφασισμένε | | αποφασισμένοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | αποφασισμένη | οι | αποφασισμένες |
Γενική | της | αποφασισμένης | των | αποφασισμένων |
Αιτιατική | την | αποφασισμένη | τις | αποφασισμένες |
Κλητική | | αποφασισμένη | | αποφασισμένες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | αποφασισμένο | τα | αποφασισμένα |
Γενική | του | αποφασισμένου | των | αποφασισμένων |
Αιτιατική | το | αποφασισμένο | τα | αποφασισμένα |
Κλητική | | αποφασισμένο | | αποφασισμένα |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
αποφασίζω ρήμ.
Σ: παίρνω απόφαση
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.