Λεξισκόπιο: απορρυπαίνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πορ-ρυ-παί-νω

Μορφολογία

απορρυπαίνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπορρυπαίνωαπορρυπαίνουμε & απορρυπαίνομε διαλ.
Βαπορρυπαίνειςαπορρυπαίνετε
Γαπορρυπαίνειαπορρυπαίνουν & απορρυπαίνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπορρύπαινεαπορρυπαίνετε
Ενεστώτας-Μετοχήαπορρυπαίνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπορρύπανααπορρυπάναμε
Βαπορρύπανεςαπορρυπάνατε
Γαπορρύπανεαπορρύπαναν & απορρυπάναν προφ. & απορρυπάνανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπορρυπάνωαπορρυπάνουμε & απορρυπάνομε διαλ.
Βαπορρυπάνειςαπορρυπάνετε
Γαπορρυπάνειαπορρυπάνουν & απορρυπάνουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπορρύπανεαπορρυπάνετε
Αόριστος-Απαρέμφατοαπορρυπάνει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπορρύπαινααπορρυπαίναμε
Βαπορρύπαινεςαπορρυπαίνατε
Γαπορρύπαινεαπορρύπαιναν & απορρυπαίναν προφ. & απορρυπαίνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπορρυπαίνομαιαπορρυπαινόμαστε
Βαπορρυπαίνεσαιαπορρυπαίνεστε & απορρυπαινόσαστε προφ.
Γαπορρυπαίνεταιαπορρυπαίνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαπορρυπαίνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπορρυπάνθηκααπορρυπανθήκαμε
Βαπορρυπάνθηκεςαπορρυπανθήκατε
Γαπορρυπάνθηκεαπορρυπάνθηκαν & απορρυπανθήκαν προφ. & απορρυπανθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπορρυπανθώαπορρυπανθούμε
Βαπορρυπανθείςαπορρυπανθείτε
Γαπορρυπανθείαπορρυπανθούν & απορρυπανθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαπορρυπανθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαπορρυπανθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπορρυπαινόμουν & απορρυπαινόμουνα προφ. απορρυπαινόμασταν & απορρυπαινόμαστε
Βαπορρυπαινόσουν & απορρυπαινόσουνα προφ. απορρυπαινόσασταν & απορρυπαινόσαστε προφ.
Γαπορρυπαινόταν & απορρυπαινότανε προφ. απορρυπαίνονταν & απορρυπαινόντανε προφ. & απορρυπαινόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

απορρυπαίνω ρήμ. λόγ.

Σκαθαρίζω1, ξεβρομίζω Αρυπαίνω1 λόγ., λερώνω1


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.