Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-πο-ποι-νι-κο-ποι-ώ
Μορφολογία
αποποινικοποιώ ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποποινικοποιώ | αποποινικοποιούμε |
Β | αποποινικοποιείς | αποποινικοποιείτε |
Γ | αποποινικοποιεί | αποποινικοποιούν & αποποινικοποιούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | αποποινικοποιείτε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αποποινικοποιώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποποινικοποίησα | αποποινικοποιήσαμε |
Β | αποποινικοποίησες | αποποινικοποιήσατε |
Γ | αποποινικοποίησε | αποποινικοποίησαν & αποποινικοποιήσαν προφ. & αποποινικοποιήσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποποινικοποιήσω | αποποινικοποιήσουμε & αποποινικοποιήσομε διαλ. |
Β | αποποινικοποιήσεις | αποποινικοποιήσετε |
Γ | αποποινικοποιήσει | αποποινικοποιήσουν & αποποινικοποιήσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποποινικοποίησε | αποποινικοποιήσετε & αποποινικοποιήστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποποινικοποιήσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποποινικοποιούσα | αποποινικοποιούσαμε |
Β | αποποινικοποιούσες | αποποινικοποιούσατε |
Γ | αποποινικοποιούσε | αποποινικοποιούσαν & αποποινικοποιούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποποινικοποιούμαι | αποποινικοποιούμαστε & αποποινικοποιόμαστε |
Β | αποποινικοποιείσαι | αποποινικοποιείστε & αποποινικοποιόσαστε προφ. |
Γ | αποποινικοποιείται | αποποινικοποιούνται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | αποποινικοποιείστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αποποινικοποιούμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποποινικοποιήθηκα | αποποινικοποιηθήκαμε |
Β | αποποινικοποιήθηκες | αποποινικοποιηθήκατε |
Γ | αποποινικοποιήθηκε | αποποινικοποιήθηκαν & αποποινικοποιηθήκαν προφ. & αποποινικοποιηθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποποινικοποιηθώ | αποποινικοποιηθούμε |
Β | αποποινικοποιηθείς | αποποινικοποιηθείτε |
Γ | αποποινικοποιηθεί | αποποινικοποιηθούν & αποποινικοποιηθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποποινικοποιήσου | αποποινικοποιηθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποποινικοποιηθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποποινικοποιόμουν & αποποινικοποιόμουνα προφ. | αποποινικοποιόμασταν & αποποινικοποιόμαστε |
Β | αποποινικοποιόσουν & αποποινικοποιόσουνα προφ. | αποποινικοποιόσασταν & αποποινικοποιόσαστε προφ. |
Γ | αποποινικοποιούνταν & αποποινικοποιόταν & αποποινικοποιείτο λόγ. & αποποινικοποιότανε προφ. | αποποινικοποιούνταν & αποποινικοποιόνταν & αποποινικοποιούντο λόγ. & αποποινικοποιόντανε προφ. & αποποινικοποιόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | αποποινικοποιημένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
αποποινικοποιώ ρήμ.
Σ: νομιμοποιώ2: Η Ολλανδία αποποινικοποίησε τη χρήση της ινδικής κάνναβης. Α: ποινικοποιώ
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.