Λεξισκόπιο: απολύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πο-λύ-ω

Μορφολογία

απολύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπολύωαπολύουμε & απολύομε διαλ.
Βαπολύειςαπολύετε
Γαπολύειαπολύουν & απολύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπόλυεαπολύετε
Ενεστώτας-Μετοχήαπολύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπέλυσα & απόλυσα προφ. απολύσαμε
Βαπέλυσες & απόλυσες προφ. απολύσατε
Γαπέλυσε & απόλυσε προφ. απέλυσαν & απολύσαν προφ. & απολύσανε προφ. & απόλυσαν προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπολύσωαπολύσουμε & απολύσομε διαλ.
Βαπολύσειςαπολύσετε
Γαπολύσειαπολύσουν & απολύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπόλυσεαπολύσετε & απολύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαπολύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπέλυα & απόλυα προφ. απολύαμε
Βαπέλυες & απόλυες προφ. απολύατε
Γαπέλυε & απόλυε προφ. απέλυαν & απολύαν προφ. & απολύανε προφ. & απόλυαν προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπολύομαιαπολυόμαστε
Βαπολύεσαιαπολύεστε & απολυόσαστε προφ.
Γαπολύεταιαπολύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαπολύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαπολυόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπολύθηκααπολυθήκαμε
Βαπολύθηκεςαπολυθήκατε
Γαπολύθηκεαπολύθηκαν & απολυθήκαν προφ. & απολυθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπολυθώαπολυθούμε
Βαπολυθείςαπολυθείτε
Γαπολυθείαπολυθούν & απολυθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπολύσουαπολυθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαπολυθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπολυόμουν & απολυόμουνα προφ. απολυόμασταν & απολυόμαστε
Βαπολυόσουν & απολυόσουνα προφ. απολυόσασταν & απολυόσαστε προφ.
Γαπολυόταν & απολυότανε προφ. απολύονταν & απολυόντανε προφ. & απολυόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαπολυμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

απολύω ρήμ.

  1. Σδιώχνω1, απομακρύνω1, παύω3, σχολάω προφ., καθαιρώ Απροσλαμβάνω1, διορίζω1
  2. Σαποφυλακίζω, ελευθερώνω2 Αφυλακίζω1

απολύει

Σ: σχολάει, τελειώνει3, λήγει: Απόλυσε η εκκλησία.

απολύομαι

Σ: παίρνω απολυτήριο: Απολύθηκαν όλοι οι φαντάροι της σειράς μου. / Απολύεται από το γυμνάσιο με βαθμό λίαν καλώς.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.