Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-να-σκα-λεύ-ω
Μορφολογία
ανασκαλεύω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανασκαλεύω | ανασκαλεύουμε & ανασκαλεύομε διαλ. |
Β | ανασκαλεύεις | ανασκαλεύετε |
Γ | ανασκαλεύει | ανασκαλεύουν & ανασκαλεύουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ανασκάλευε | ανασκαλεύετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ανασκαλεύοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανασκάλεψα | ανασκαλέψαμε |
Β | ανασκάλεψες | ανασκαλέψατε |
Γ | ανασκάλεψε | ανασκάλεψαν & ανασκαλέψαν προφ. & ανασκαλέψανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανασκαλέψω | ανασκαλέψουμε & ανασκαλέψομε διαλ. |
Β | ανασκαλέψεις | ανασκαλέψετε |
Γ | ανασκαλέψει | ανασκαλέψουν & ανασκαλέψουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ανασκάλεψε | ανασκαλέψτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ανασκαλέψει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανασκάλευα | ανασκαλεύαμε |
Β | ανασκάλευες | ανασκαλεύατε |
Γ | ανασκάλευε | ανασκάλευαν & ανασκαλεύαν προφ. & ανασκαλεύανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανασκαλεύομαι | ανασκαλευόμαστε |
Β | ανασκαλεύεσαι | ανασκαλεύεστε & ανασκαλευόσαστε προφ. |
Γ | ανασκαλεύεται | ανασκαλεύονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | ανασκαλεύεστε |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανασκαλεύτηκα | ανασκαλευτήκαμε |
Β | ανασκαλεύτηκες | ανασκαλευτήκατε |
Γ | ανασκαλεύτηκε | ανασκαλεύτηκαν & ανασκαλευτήκαν προφ. & ανασκαλευτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανασκαλευτώ | ανασκαλευτούμε |
Β | ανασκαλευτείς | ανασκαλευτείτε |
Γ | ανασκαλευτεί | ανασκαλευτούν & ανασκαλευτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ανασκαλέψου | ανασκαλευτείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ανασκαλευτεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανασκαλευόμουν & ανασκαλευόμουνα προφ. | ανασκαλευόμασταν & ανασκαλευόμαστε |
Β | ανασκαλευόσουν & ανασκαλευόσουνα προφ. | ανασκαλευόσασταν & ανασκαλευόσαστε προφ. |
Γ | ανασκαλευόταν & ανασκαλευότανε προφ. | ανασκαλεύονταν & ανασκαλευόντανε προφ. & ανασκαλευόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | ανασκαλεμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
ανασκαλεύω ρήμ.
- Σ: σκαλίζω1: Ανασκάλεψε τα κούτσουρα στη φωτιά.
- Σ: ανακινώ2, αναμοχλεύω: Ανασκαλεύει παλιές έχθρες.
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.