Λεξισκόπιο: αναπνέω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-να-πνέ-ω

Μορφολογία

αναπνέω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναπνέωαναπνέουμε & αναπνέομε διαλ.
Βαναπνέειςαναπνέετε
Γαναπνέειαναπνέουν & αναπνέουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανάπνεεαναπνέετε
Ενεστώτας-Μετοχήαναπνέοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανέπνευσα & ανάπνευσα προφ. αναπνεύσαμε
Βανέπνευσες & ανάπνευσες προφ. αναπνεύσατε
Γανέπνευσε & ανάπνευσε προφ. ανέπνευσαν & ανάπνευσαν προφ. & αναπνεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναπνεύσωαναπνεύσουμε & αναπνεύσομε διαλ.
Βαναπνεύσειςαναπνεύσετε
Γαναπνεύσειαναπνεύσουν & αναπνεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανάπνευσεαναπνεύσετε & αναπνεύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαναπνεύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανέπνεα & ανάπνεα προφ. αναπνέαμε
Βανέπνεες & ανάπνεες προφ. αναπνέατε
Γανέπνεε & ανάπνεε προφ. ανέπνεαν & ανάπνεαν προφ. & αναπνέανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

αναπνέω ρήμ.

  1. Σανασαίνω1: Αναπνέει με δυσκολία.
  2. Σεισπνέω λόγ.: Να αναπνεύσουμε λίγο καθαρό αέρα. Αεκπνέω1
  3. Σζω1, υπάρχω: Όσο αναπνέω θα ελπίζω. Απεθαίνω1
  4. Σανακουφίζομαι1, ξανασαίνω2 προφ., ξαλαφρώνω3: Τελειώσαμε τη δουλειά και αναπνεύσαμε.

6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.