Λεξισκόπιο: ανακουφιστικός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-να-κου-φι-στι-κός

Μορφολογία

ανακουφιστικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοανακουφιστικόςοιανακουφιστικοί
Γενικήτουανακουφιστικούτωνανακουφιστικών
Αιτιατικήτονανακουφιστικότουςανακουφιστικούς
Κλητική ανακουφιστικέ ανακουφιστικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηανακουφιστικήοιανακουφιστικές
Γενικήτηςανακουφιστικήςτωνανακουφιστικών
Αιτιατικήτηνανακουφιστικήτιςανακουφιστικές
Κλητική ανακουφιστική ανακουφιστικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοανακουφιστικόταανακουφιστικά
Γενικήτουανακουφιστικούτωνανακουφιστικών
Αιτιατικήτοανακουφιστικόταανακουφιστικά
Κλητική ανακουφιστικό ανακουφιστικά

ανακουφιστικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοανακουφιστικότεροςοιανακουφιστικότεροι
Γενικήτουανακουφιστικότερουτωνανακουφιστικότερων
Αιτιατικήτονανακουφιστικότεροτουςανακουφιστικότερους
Κλητική ανακουφιστικότερε ανακουφιστικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηανακουφιστικότερηοιανακουφιστικότερες
Γενικήτηςανακουφιστικότερηςτωνανακουφιστικότερων
Αιτιατικήτηνανακουφιστικότερητιςανακουφιστικότερες
Κλητική ανακουφιστικότερη ανακουφιστικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοανακουφιστικότεροταανακουφιστικότερα
Γενικήτουανακουφιστικότερουτωνανακουφιστικότερων
Αιτιατικήτοανακουφιστικότεροταανακουφιστικότερα
Κλητική ανακουφιστικότερο ανακουφιστικότερα

ανακουφιστικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοανακουφιστικότατοςοιανακουφιστικότατοι
Γενικήτουανακουφιστικότατουτωνανακουφιστικότατων
Αιτιατικήτονανακουφιστικότατοτουςανακουφιστικότατους
Κλητική ανακουφιστικότατε ανακουφιστικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηανακουφιστικότατηοιανακουφιστικότατες
Γενικήτηςανακουφιστικότατηςτωνανακουφιστικότατων
Αιτιατικήτηνανακουφιστικότατητιςανακουφιστικότατες
Κλητική ανακουφιστικότατη ανακουφιστικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοανακουφιστικότατοταανακουφιστικότατα
Γενικήτουανακουφιστικότατουτωνανακουφιστικότατων
Αιτιατικήτοανακουφιστικότατοταανακουφιστικότατα
Κλητική ανακουφιστικότατο ανακουφιστικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ανακουφιστικός επίθ.

  1. Σκαταπραϋντικός, αναλγητικός: ανακουφιστικό φάρμακο
  2. Σπαρηγορητικός

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.