Λεξισκόπιο: αλληλένδετος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

αλ-λη-λέν-δε-τος

Μορφολογία

αλληλένδετος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαλληλένδετοςοιαλληλένδετοι
Γενικήτουαλληλένδετουτωναλληλένδετων
Αιτιατικήτοναλληλένδετοτουςαλληλένδετους
Κλητική αλληλένδετε αλληλένδετοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαλληλένδετηοιαλληλένδετες
Γενικήτηςαλληλένδετηςτωναλληλένδετων
Αιτιατικήτηναλληλένδετητιςαλληλένδετες
Κλητική αλληλένδετη αλληλένδετες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαλληλένδετοτααλληλένδετα
Γενικήτουαλληλένδετουτωναλληλένδετων
Αιτιατικήτοαλληλένδετοτααλληλένδετα
Κλητική αλληλένδετο αλληλένδετα

Συνώνυμα - Αντίθετα

αλληλένδετος επίθ.

Σσυνδεδεμένος2: Τα δυο προβλήματα είναι αλληλένδετα. Αανεξάρτητος3

Προθήματα - Επιθήματα

αλληλο- [alilo]

αλληλό- [aliló] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αλληλ- [alil] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από την αρχαία αντωνυμία αλλήλων, αλλήλους (= ο ένας τον άλλον).

1. Αλληλοπάθεια, αμοιβαιότητα

Το αλληλο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι δύο πρόσωπα, καταστάσεις ή ενέργειες συνδέονται μεταξύ τους αμοιβαία με κάποιον τρόπο. Για παράδειγμα, όταν υπάρχει αλληλοθαυμασμός μεταξύ δύο ανθρώπων ο ένας θαυμάζει τον άλλο, ενώ όταν αλληλοβοηθούμαστε σημαίνει ότι ο ένας βοηθάει τον άλλο.

αλληλεγγύη

αλληλέγγυος, -η, -ο

αλληλοβοηθιέμαι

αλληλογραφία

αλληλένδετος, -η, -ο

αλληλογραφώ

αλληλοδιαδοχή

αλληλοπαθής, -ής, -ές (γραμμ.)

αλληλ(ο)εξαρτιέμαι

αλληλοδιδασκαλία

αλληλόχρεος, -η, -ο (νομ.)

αλληλοεξοντώνομαι

αλληλ(ο)εκτίμηση

αλληλ(ο)επιδρώ

αλληλ(ο)εξάρτηση

αλληλοσκοτώνομαι

αλληλοεξυπηρέτηση

αλληλοσυμπληρώνομαι

αλληλ(ο)επίδραση

αλληλοθαυμασμός

αλληλοκτονία

αλληλοπάθεια (γραμμ.)

αλληλοσεβασμός

αλληλοσπαραγμός

αλληλουχία

✔ Τα ρήματα που σχηματίζονται με το αλληλο- είναι συνήθως στην παθητική φωνή (με εξαίρεση τα αλληλογραφώ, αλληλεπιδρώ) και απαντούν κυρίως στον πληθυντικό αριθμό (επειδή προϋποθέτουν δύο υποκείμενα).

εν- [en]

έν- [én] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
εμ- [em] και έμ- [ém] πριν από /β/, /μ/, /π/, /φ/ ή /ψ/
εγ- [eŋ] και έγ- [éŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
ελ- [el] και έλ- [él] πριν από /λ/
ερ- [er] και έρ- [ér] πριν από /ρ/

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εν.

1. Μέσα σε κάτι

Το εν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι μέσα σε κάτι άλλο ή μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Για παράδειγμα, όταν εμφιαλώνω ένα υγρό το βάζω μέσα σε μπουκάλι (φιάλη).

εγκέφαλος

εγκόσμιος, -α, -ο

εγκιβωτίζω

εγκιβωτισμός

εγχώριος, -α, -ο

εγκλιματίζω

εγκλιματισμός

εμφύλιος, -α, -ο

ελλιμενίζομαι

εμφιάλωση

εμφιαλώνω

ένοικος

ενσαρκώνω

ενσάρκωση

ενσταλάζω

ενσωμάτωση

ενσωματώνω

ενταφίαση

ενταφιάζω

εντοιχισμός

εντοιχίζω

✔ Ορισμένες λέξεις με το εν- δηλώνουν ότι κάτι γίνεται εντός συγκεκριμένων ορίων. Για παράδειγμα, όταν κάτι γίνεται έγκαιρα γίνεται μέσα στα προβλεπόμενα χρονικά περιθώρια.

έγκαιρος, -η, -ο, εμπρόθεσμος, -η, -ο

2. Με ορισμένο τρόπο

Το εν- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι διαθέτει μια ορισμένη ιδιότητα ή γίνεται με ορισμένο τρόπο. Για παράδειγμα, όταν είμαστε εμπύρετοι έχουμε πυρετό, ενώ η έμμισθη εργασία γίνεται με μισθό.

έγγραφος, -η, -ο, έγκυρος, -η, -ο, έγχορδος, -η, -ο, έγχρωμος, -η, -ο, έλλογος, -η, -ο, έμμετρος, -η, -ο, έμμισθος, -η, -ο, έμπειρος, -η, -ο, εμπύρετος, -η, -ο, εμφανής, -ής, -ές, έμψυχος, -η, -ο, εναγώνιος, -α, -ο, ενάρετος, -η, -ο, ένδικος, -η, -ο, ένοπλος, -η, -ο, ένορκος, -η, -ο, ενσύρματος, -η, -ο, έντοκος, -η, -ο, έντρομος, -η, -ο, έντυπος, -η, -ο, ένυδρος, -η, -ο, ενυπόγραφος, -η, -ο, έρρινος, -η, -ο / ένρινος, -η, -ο, έρρυθμος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το α-* (π.χ. έγκυροςάκυρος, εμπύρετοςαπύρετος).


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.