Λεξισκόπιο: ακυρώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-κυ-ρώ-νω

Μορφολογία

ακυρώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακυρώνωακυρώνουμε & ακυρώνομε διαλ.
Βακυρώνειςακυρώνετε
Γακυρώνειακυρώνουν & ακυρώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βακύρωνεακυρώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήακυρώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακύρωσαακυρώσαμε
Βακύρωσεςακυρώσατε
Γακύρωσεακύρωσαν & ακυρώσαν προφ. & ακυρώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακυρώσωακυρώσουμε & ακυρώσομε διαλ.
Βακυρώσειςακυρώσετε
Γακυρώσειακυρώσουν & ακυρώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βακύρωσεακυρώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοακυρώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακύρωναακυρώναμε
Βακύρωνεςακυρώνατε
Γακύρωνεακύρωναν & ακυρώναν προφ. & ακυρώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακυρώνομαιακυρωνόμαστε
Βακυρώνεσαιακυρώνεστε & ακυρωνόσαστε προφ.
Γακυρώνεταιακυρώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βακυρώνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήακυρούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακυρώθηκαακυρωθήκαμε
Βακυρώθηκεςακυρωθήκατε
Γακυρώθηκεακυρώθηκαν & ακυρωθήκαν προφ. & ακυρωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακυρωθώακυρωθούμε
Βακυρωθείςακυρωθείτε
Γακυρωθείακυρωθούν & ακυρωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βακυρώσουακυρωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοακυρωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακυρωνόμουν & ακυρωνόμουνα προφ. ακυρωνόμασταν & ακυρωνόμαστε
Βακυρωνόσουν & ακυρωνόσουνα προφ. ακυρωνόσασταν & ακυρωνόσαστε προφ.
Γακυρωνόταν & ακυρωνότανε προφ. ακυρώνονταν & ακυρωνόντανε προφ. & ακυρωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήακυρωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ακυρώνω ρήμ.

  1. Σματαιώνω1: Ακύρωσε το ταξίδι του.
  2. Σαναιρώ2, καταργώ1, λύνω7

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.