Λεξισκόπιο: αιχμαλωτίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

αιχ-μα-λω-τί-ζω

Μορφολογία

αιχμαλωτίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιχμαλωτίζωαιχμαλωτίζουμε & αιχμαλωτίζομε διαλ.
Βαιχμαλωτίζειςαιχμαλωτίζετε
Γαιχμαλωτίζειαιχμαλωτίζουν & αιχμαλωτίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαιχμαλώτιζεαιχμαλωτίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήαιχμαλωτίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιχμαλώτισααιχμαλωτίσαμε
Βαιχμαλώτισεςαιχμαλωτίσατε
Γαιχμαλώτισεαιχμαλώτισαν & αιχμαλωτίσαν προφ. & αιχμαλωτίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιχμαλωτίσωαιχμαλωτίσουμε & αιχμαλωτίσομε διαλ.
Βαιχμαλωτίσειςαιχμαλωτίσετε
Γαιχμαλωτίσειαιχμαλωτίσουν & αιχμαλωτίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαιχμαλώτισεαιχμαλωτίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαιχμαλωτίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιχμαλώτιζααιχμαλωτίζαμε
Βαιχμαλώτιζεςαιχμαλωτίζατε
Γαιχμαλώτιζεαιχμαλώτιζαν & αιχμαλωτίζαν προφ. & αιχμαλωτίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιχμαλωτίζομαιαιχμαλωτιζόμαστε
Βαιχμαλωτίζεσαιαιχμαλωτίζεστε & αιχμαλωτιζόσαστε προφ.
Γαιχμαλωτίζεταιαιχμαλωτίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαιχμαλωτίζεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιχμαλωτίστηκα & αιχμαλωτίσθηκα λόγ. αιχμαλωτιστήκαμε & αιχμαλωτισθήκαμε λόγ.
Βαιχμαλωτίστηκες & αιχμαλωτίσθηκες λόγ. αιχμαλωτιστήκατε & αιχμαλωτισθήκατε λόγ.
Γαιχμαλωτίστηκε & αιχμαλωτίσθηκε λόγ. αιχμαλωτίστηκαν & αιχμαλωτίσθηκαν λόγ. & αιχμαλωτιστήκαν προφ. & αιχμαλωτιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιχμαλωτιστώ & αιχμαλωτισθώ λόγ. αιχμαλωτιστούμε & αιχμαλωτισθούμε λόγ.
Βαιχμαλωτιστείς & αιχμαλωτισθείς λόγ. αιχμαλωτιστείτε & αιχμαλωτισθείτε λόγ.
Γαιχμαλωτιστεί & αιχμαλωτισθεί λόγ. αιχμαλωτιστούν & αιχμαλωτισθούν λόγ. & αιχμαλωτισθούνε λόγ. & αιχμαλωτιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαιχμαλωτίσουαιχμαλωτιστείτε & αιχμαλωτισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοαιχμαλωτιστεί & αιχμαλωτισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιχμαλωτιζόμουν & αιχμαλωτιζόμουνα προφ. αιχμαλωτιζόμασταν & αιχμαλωτιζόμαστε
Βαιχμαλωτιζόσουν & αιχμαλωτιζόσουνα προφ. αιχμαλωτιζόσασταν & αιχμαλωτιζόσαστε προφ.
Γαιχμαλωτιζόταν & αιχμαλωτιζότανε προφ. αιχμαλωτίζονταν & αιχμαλωτιζόντανε προφ. & αιχμαλωτιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαιχμαλωτισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αιχμαλωτίζω ρήμ.

  1. Σ: πιάνω αιχμάλωτο: Κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν την τίγρη. Αελευθερώνω1, απελευθερώνω1
  2. Σμαγνητίζω, μαγεύω2, γοητεύω: Την αιχμαλώτιζε η αυτοπεποίθησή του.

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.