Λεξισκόπιο: αιφνιδιάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

αιφ-νι-δι-ά-ζω

Μορφολογία

αιφνιδιάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιφνιδιάζωαιφνιδιάζουμε & αιφνιδιάζομε διαλ.
Βαιφνιδιάζειςαιφνιδιάζετε
Γαιφνιδιάζειαιφνιδιάζουν & αιφνιδιάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαιφνιδίαζεαιφνιδιάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήαιφνιδιάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιφνιδίασααιφνιδιάσαμε
Βαιφνιδίασεςαιφνιδιάσατε
Γαιφνιδίασεαιφνιδίασαν & αιφνιδιάσαν προφ. & αιφνιδιάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιφνιδιάσωαιφνιδιάσουμε & αιφνιδιάσομε διαλ.
Βαιφνιδιάσειςαιφνιδιάσετε
Γαιφνιδιάσειαιφνιδιάσουν & αιφνιδιάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαιφνιδίασεαιφνιδιάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαιφνιδιάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιφνιδίαζααιφνιδιάζαμε
Βαιφνιδίαζεςαιφνιδιάζατε
Γαιφνιδίαζεαιφνιδίαζαν & αιφνιδιάζαν προφ. & αιφνιδιάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιφνιδιάζομαιαιφνιδιαζόμαστε
Βαιφνιδιάζεσαιαιφνιδιάζεστε & αιφνιδιαζόσαστε προφ.
Γαιφνιδιάζεταιαιφνιδιάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαιφνιδιάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαιφνιδιαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιφνιδιάστηκα & αιφνιδιάσθηκα λόγ. αιφνιδιαστήκαμε & αιφνιδιασθήκαμε λόγ.
Βαιφνιδιάστηκες & αιφνιδιάσθηκες λόγ. αιφνιδιαστήκατε & αιφνιδιασθήκατε λόγ.
Γαιφνιδιάστηκε & αιφνιδιάσθηκε λόγ. αιφνιδιάστηκαν & αιφνιδιάσθηκαν λόγ. & αιφνιδιαστήκαν προφ. & αιφνιδιαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιφνιδιαστώ & αιφνιδιασθώ λόγ. αιφνιδιαστούμε & αιφνιδιασθούμε λόγ.
Βαιφνιδιαστείς & αιφνιδιασθείς λόγ. αιφνιδιαστείτε & αιφνιδιασθείτε λόγ.
Γαιφνιδιαστεί & αιφνιδιασθεί λόγ. αιφνιδιαστούν & αιφνιδιασθούν λόγ. & αιφνιδιασθούνε λόγ. & αιφνιδιαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαιφνιδιάσουαιφνιδιαστείτε & αιφνιδιασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοαιφνιδιαστεί & αιφνιδιασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααιφνιδιαζόμουν & αιφνιδιαζόμουνα προφ. αιφνιδιαζόμασταν & αιφνιδιαζόμαστε
Βαιφνιδιαζόσουν & αιφνιδιαζόσουνα προφ. αιφνιδιαζόσασταν & αιφνιδιαζόσαστε προφ.
Γαιφνιδιαζόταν & αιφνιδιαζότανε προφ. αιφνιδιάζονταν & αιφνιδιαζόντανε προφ. & αιφνιδιαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαιφνιδιασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αιφνιδιάζω ρήμ.

Σκαταλαμβάνω εξαπίνης λόγ., ξαφνιάζω1: Του απέσπασε το όπλο αιφνιδιάζοντάς τον.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.