Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
αι-θε-ρο-βα-τώ
αιθεροβατώ ρήμ. μόνο ενεργητική
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | |||||||||||||
Ενεστώτας-Οριστική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Προστακτική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Μετοχή | αιθεροβατώντας | ||||||||||||
Παρατατικός-Οριστική |
|
αιθεροβατώ ρήμ. λόγ.
Σ: αεροβατώ, ονειροπολώ1
-βα-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -βα- (-βασ- ή -βατ-) αναφέρονται στο περπάτημα.Το συστατικό -βα- προέρχεται από το ρήμα βαίνω (= περπατάω, προχωράω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ρήματα
-βατώ [vató]
Για παράδειγμα, υπνοβατεί αυτός που περπατάει στον ύπνο του.
Ουσιαστικά
-βασία [vasía]
Για παράδειγμα, η πυροβασία είναι το περπάτημα πάνω στη φωτιά (πυρά).
-βάτης [vátis] (θηλ. -βάτισσα, -βάτιδα, -βάτρια)
Για παράδειγμα, ο ακροβάτης περπατάει στις άκρες των ποδιών του.
✔ Κάποια ουσιαστικά σε -βάτης συνδέονται με ρήματα σε -βατώ (π.χ. υπνοβάτης - υπνοβατώ, ακροβάτης - ακροβατώ), ενώ κάποια άλλα συνδέονται με σύνθετα ρήματα σε -βαίνω (π.χ. επιβάτης - επιβαίνω, παραβάτης - παραβαίνω).
✔ Στη νέα ελληνική, τα ουσιαστικά σε -βάτης σχηματίζουν συνήθως θηλυκό σε -βάτισσα (π.χ. ορειβάτης - ορειβάτισσα), και σπανιότερα σε -βάτιδα (π.χ. επιβάτης - επιβάτιδα) ή -βάτρια (π.χ. αναβάτης - αναβάτρια).
Επίθετα
-βατικός [vatikós], -βατική, -βατικό
Για παράδειγμα, ο ορειβατικός σύλλογος ασχολείται με την ορειβασία, ο ακροβάτης κάνει ακροβατικά νούμερα και ένα επιβατικό πλοίο μεταφέρει επιβάτες.
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
✔ Σπανιότερα, σχηματίζονται και λαϊκότροποι τύποι σε -βασιά όπως ανεβασιά (= ανήφορος), κατεβασιά (= κατήφορος).