Λεξισκόπιο: άγνωστος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ά-γνω-στος

Μορφολογία

άγνωστος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοάγνωστοςοιάγνωστοι
Γενικήτουάγνωστου & αγνώστου λόγ. τωνάγνωστων & αγνώστων λόγ.
Αιτιατικήτονάγνωστοτουςάγνωστους & αγνώστους λόγ.
Κλητική άγνωστε άγνωστοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηάγνωστη & άγνωστος λόγ. οιάγνωστες & άγνωστοι λόγ.
Γενικήτηςάγνωστης & αγνώστου λόγ. τωνάγνωστων & αγνώστων λόγ.
Αιτιατικήτηνάγνωστη & άγνωστο λόγ. τιςάγνωστες & αγνώστους λόγ.
Κλητική άγνωστη & άγνωστε λόγ.  άγνωστες & άγνωστοι λόγ.
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοάγνωστοταάγνωστα
Γενικήτουάγνωστου & αγνώστου λόγ. τωνάγνωστων & αγνώστων λόγ.
Αιτιατικήτοάγνωστοταάγνωστα
Κλητική άγνωστο άγνωστα

άγνωστος ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοάγνωστοςοιάγνωστοι
Γενικήτουάγνωστου & αγνώστου λόγ. τωνάγνωστων & αγνώστων λόγ.
Αιτιατικήτονάγνωστοτουςάγνωστους & αγνώστους λόγ.
Κλητική άγνωστε άγνωστοι

άγνωστη ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηάγνωστηοιάγνωστες
Γενικήτηςάγνωστηςτωναγνώστων
Αιτιατικήτηνάγνωστητιςάγνωστες
Κλητική άγνωστη άγνωστες

Συνώνυμα - Αντίθετα

άγνωστος επίθ.

  1. Σάγνωρος λογοτ.: άγνωστες πτυχές της ιστορίας Αγνωστός1
  2. Σξένος4: άγνωστα πρόσωπα Αγνώριμος, οικείος1
  3. Σάσημος, αφανής: άγνωστος συγγραφέας Αδιάσημος, φημισμένος, ονομαστός
  4. Σαδίδακτος2: Στα αρχαία οι μαθητές εξετάζονται σε άγνωστο κείμενο. Αδιδαγμένος

Προθήματα - Επιθήματα

α- [a] (γνωστό και ως α στερητικό)

ά- [á] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αν- [an] και άν- [án] πριν από φωνήεν
αρ- [ar] και άρ- [ár] πριν από /ρ/
ανα- [ana] και ανά- [aná] μερικές φορές πριν από σύμφωνο
ανε- [ane] και ανέ- [ané] σπάνια
ανη- [ani] και ανή- [aní] σπάνια

Προέρχεται από το αρχαίο στερητικό πρόθημα α-.

1. Αντίθεση

Το α- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το αντίθετο από αυτό που δηλώνει το βʹ συστατικό. Για παράδειγμα, κάτι άνοστο δεν είναι νόστιμο.

αβεβαιότητα

αβάσιμος, -η, -ο

αδιαθετώ

αδιαθεσία

αβέβαιος, -η, -ο

αδικώ

αδιαφάνεια

άγονος, -η, -ο

αδυνατώ

αδιαφορία

άγραφος, -η, -ο

αθετώ

αδικία

αδιάθετος, -η, -ο

ανησυχώ

αμάθεια

αδιάκοπος, -η, -ο

απειθώ

αναλφαβητισμός

αδιαφανής, -ής, -ές

απιστώ

ανησυχία

αδιάφορος, -η, -ο

αρρωσταίνω

ανοσία

άδικος, -η, -ο

ασεβώ

απάθεια

αδύνατος, -η, -ο

ασθενώ

απιστία

άθραυστος, -η, -ο

αστοχώ

αρρώστια

αμαθής, -ής, -ές

ατροφώ

ασέβεια

άμαχος, -η, -ο

ατυχώ

ασθένεια

αναλφάβητος, -η, -ο

αστοχία

ανάξιος, -α, -ο

ατροφία

ανεπίσημος, -η, -ο

ατυχία

ανήσυχος, -η, -ο

άνοστος, -η, -ο

απαθής, -ής, -ές

άπιστος, -η, -ο

άρρωστος, -η, -ο

ασεβής, -ής, -ές

ασθενής, -ής, -ές

άστοχος, -η, -ο

άτυχος, -η, -ο

✔ Το α- συνδυάζεται συχνά με ρηματικά επίθετα (π.χ. ψητός, βραστός, γνωστός) για να σχηματίσει το αντίθετό τους (π.χ. ά-ψητος, ά-βραστος, ά-γνωστος).

αβαθμολόγητος, -η, -ο, αβοήθητος, -η, -ο, άβραστος, -η, -ο, άγνωστος, -η, -ο, αδιαμέτρητος, -η, -ο, αδιαπαιδαγώγητος, -η, -ο, αδιευθέτητος, -η, -ο, αδικαιολόγητος, -η, -ο, ακίνητος, -η, -ο, αμετακίνητος, -η, -ο, αμέτρητος, -η, -ο, αξύριστος, -η, -ο, απλήρωτος, -η, -ο, άπλυτος, -η, -ο, άψητος, -η, -ο

✔ Επίθετα με αʹ συστατικό α- εμφανίζονται σε φράσεις με ομόρριζο ουσιαστικό οι οποίες δηλώνουν ότι αυτό που εκφράζει το ουσιαστικό δεν ισχύει στην πραγματικότητα.

βίος αβίωτος, γάμος άγαμος, δώρο άδωρο

⇨ Για λέξεις που δηλώνουν αντίθεση βλ. και ξε-*.

2. Έλλειψη, στέρηση

Ορισμένες λέξεις με το α- δηλώνουν ότι μια ιδιότητα δεν υπάρχει καθόλου ή ότι μια κατάσταση δεν ισχύει. Για παράδειγμα, κάποιος είναι ανίκανος όταν δε διαθέτει ικανότητες σε συγκεκριμένο τομέα, ενώ η αναρχία είναι η έλλειψη τάξης.

αδυναμία

αδύναμος, -η, -ο

αναβροχιά

ανάλατος, -η, -ο

ανανδρία

άνανδρος, -η, -ο

αναρχία

άναρχος, -η, -ο

ανασφάλεια

ανασφαλής, -ής, -ές

ανεντιμότητα

ανέντιμος, -η, -ο

ανεργία

άνεργος, -η, -ο

ανευθυνότητα

ανεύθυνος, -η, -ο

ανικανότητα

ανίκανος, -η, -ο

αχαριστία

άνυδρος, -η, -ο

απένταρος, -η, -ο

άπορος, -η, -ο

άτοκος, -η, -ο

αχάριστος, -η, -ο

✔ Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στο άνεργος (= αυτός που παρά τη θέλησή του δεν εργάζεται) και άεργος (= αυτός που δεν εργάζεται από επιλογή). Και τα δύο σχηματίζονται με το στερητικό α-.

▶ Σπανιότερα, το στερητικό α- απαντά και ως ανε- (π.χ. ανε-πρόκοπος) ή ανη- (π.χ. ανή-μπορος) όταν το βʹ συστατικό αρχίζει με σύμφωνο, αναλογικά προς λέξεις που αρχίζουν με /ε/ και /η/ αντίστοιχα.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό ανα-* σε λέξεις όπως ανα-δρομικός, ανα-δύομαι, ανα-ζητώ.

-γνωσ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -γνωσ- αναφέρονται στην εμπεριστατωμένη ή επιστημονική γνώση κάποιου θέματος.Το συστατικό -γνωσ- προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό γνώσις. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-γνωσία [γnosía]

Για παράδειγμα, η πατριδογνωσία είναι η κατοχή γνώσης σχετικά με την πατρίδα· η φυσιογνωσία είναι η κατοχή γνώσης σχετικά με τη φύση και το περιβάλλον.

ανθρωπογνωσία, αρχαιογνωσία, αυτογνωσία, βιβλιογνωσία, γευσιγνωσία, εμπειρογνωσία, θεογνωσία, ιστοριογνωσία, κοσμογνωσία, οινογνωσία, ορυκτογνωσία, παντογνωσία, πατριδογνωσία, πολυγνωσία, τεχνογνωσία, φυσιογνωσία

-γνώστης [γnóstis] (θηλ. -γνώστρια)

Για παράδειγμα, ο ιστοριογνώστης είναι ο άνθρωπος που κατέχει γνώσεις σχετικά με την ιστορία· η βιβλιογνώστρια είναι αυτή που γνωρίζει πολλά για τα βιβλία και τις εκδόσεις τους.

αναγνώστης, ανθρωπογνώστης, αρχαιογνώστης, βιβλιογνώστης, γευσιγνώστης, εθνογνώστης, θεατρογνώστης, ιστοριογνώστης, κοσμογνώστης, οινογνώστης, παντογνώστης, προγνώστης, φυσιογνώστης

Επίθετα

-γνωστικός [γnostikós], -γνωστική, -γνωστικό

Για παράδειγμα, η φυσιογνωστική επιστήμη έχει ως αντικείμενό της τη φυσιογνωσία.

ανθρωπογνωστικός, αρχαιογνωστικός, βιβλιογνωστικός, θεογνωστικός, προγνωστικός, φυσιογνωστικός

-γνωστος [γnostos], -γνωστη, -γνωστο

Για παράδειγμα, ένα κείμενο είναι δυσανάγνωστο όταν διαβάζεται δύσκολα.

άγνωστος, αδιάγνωστος, δυσανάγνωστος, ευανάγνωστος, πασίγνωστος

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.